εκσκαφέας

εκσκαφέας
[-εύς (-εως)] ο экскаватор

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εκσκαφέας" в других словарях:

  • εκσκαφέας — Μηχάνημα που χρησιμοποιείται γενικά για την εκσκαφή σκληρών ή θρυμματισμένων βράχων και για την εύκολη και γρήγορη απομάκρυνση των υλικών που προκύπτουν από την εκσκαφή. Όταν η εκσκαφή γίνεται στον βυθό της θάλασσας, το μηχάνημα ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • εκσκαφέας — ο μηχάνημα που χρησιμοποιείται για την εκσκαφή και ταυτόχρονη μεταφορά των χωμάτων, μπουλντόζα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διορυκτής — διορυκτής, ο (θηλ. διορυκτίς και διορυκτρίς, η) (Α) [διορύσσω] ο εκσκαφέας …   Dictionary of Greek

  • κυνόμυς — (Cynomys). Γένος τρωκτικών της οικογένειας των σκιουριδών. Το πιο κοινό είδος του γένους είναι το Cynomys ludovicianus, το οποίο έχει μήκος περίπου 40 εκ., ενώ τα θηλυκά συνήθως είναι μικρότερα. Κατά την εμφάνισή του είναι όμοιο με τον αρκτόμυ… …   Dictionary of Greek

  • μπουλντόζα — Βλ. λ. γαιοπροωθητήρας. * * * η μηχανή εκσκαφής ή κατεδάφισης οικοδομών, εκσκαφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < αγγλ. bulldozer < bulldoze < bull «ταύρος» + doze, άλλη μορφή τού dose < υστερολατ. dosis < δόσις] …   Dictionary of Greek

  • ορύκτης — ο (Α ὀρύκτης) [ορύσσω] αυτός που σκάβει τη γη προκειμένου να ανοίξει όρυγμα, σκαφέας, εκσκαφέας νεοελλ. 1. ειδικά κατασκευασμένο βαρύ σφυρί το οποίο χρησιμοποιείται στα μεταλλεία για τη διάτρηση τών κοιτασμάτων και τών πετρωμάτων όταν αυτά είναι… …   Dictionary of Greek

  • μπουλντόζα — η (λ. αγγλ.), όχημα που χρησιμοποιείται για εκσκαφές, ο εκσκαφέας: Η μπουλντόζα έσκαψε για να μπουν τα θεμέλια του σπιτιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαγάνα — η 1. βυθοκόρος (βλ. λ.). 2. εκσκαφέας (βλ. λ.). 3. μτφ., πρόσωπο ή μηχάνημα που καταναλώνει υπερβολική ποσότητα οποιουδήποτε πράγματος (φαγητού, καυσίμων, χρημάτων κτλ.), φαγάδικος: Είναι φαγάνα στη βενζίνη, γιατί είναι παλιό αυτοκίνητο. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»